Written Works - Κείμενα

This page is about the written and published work and it is in Greek.  

Μία σχεδία

Αφήνω τον αέρα να πάρει την ανάσα
σε προσφιλές παιχνίδι και φαντάζομαι ότι
με ένα φτεροκόπημα, τ’ ακροδάχτυλα
θ’ αφήσουν το χώμα της προέλευσής
μου, για να σκαρφαλώσω στη φωτεινή́
σχεδία του ουρανού́ που μόλις ανέτειλε.
Ένα μικρό́ λαμπερό́ σωσίβιο στη
φουρτούνα του μυαλού́, παρήγορο δεν
κλυδωνίζεται, μονό αργά́ χαράσσει την
πορεία του στο νυχτερινό́ ταξίδι, ώσπου
να με αποθέσει στη κορυφογραμμή́ της
δύσης τα ξημερώματα.

Μοβ μαρκαδόρος

 

«Τρεις ανάσες και περνάω τον Αχέροντα. Κ.Τ.» ήταν γραμμένο με μωβ μαρκαδόρο και μια ουρίτσα στο «χ» του Αχέροντα έδινε ένα χαρακτήρα κοριτσίστικο. Κι ενώ η εφημερίδα ήταν μπροστά μου ανοιχτή με πλήθος τις ειδήσεις να με προκαλούν, εγώ άναψα ακόμη ένα τσιγάρο και παρήγγειλα δεύτερο καφέ κοιτάζοντας τη μοβ φράση που ήταν γραμμένη στον τοίχο δίπλα μου στο ύψος του ώμου. Ποιος άραγε να το έγραψε; Πριν πόσο καιρό;  Ήταν άντρας ή γυναίκα; Τι ηλικίας; Άρχισα να φτιάχνω στο μυαλό μου την εικόνα της στιγμής που ο άγνωστος γραφέας σημάδεψε ανεξίτηλα τις ημέρες μου. Και τις νύχτες.                                                                                               

Σίγουρα είναι γυναίκα, σκέφτηκα. Νέα στην ηλικία, το μοβ είναι προσφιλές σε μαθήτριες ή φοιτήτριες. Ένας άντρας ποτέ δεν θα είχε μαζί του έναν μοβ μαρκαδόρο. Ανατρίχιασα στη σκέψη ότι μια νέα κοπέλα γράφει μια φράση με τις λέξεις «Αχέροντας» και «ανάσες». Μακάβριο. Ήταν μια ειδοποίηση; Μια οπτική επιβεβαίωση σε ειλημμένη απόφαση;  Καθόταν ακριβώς εδώ. Ίσως και στην ίδια καρέκλα. Δύο τραπεζάκια και τέσσερις καρέκλες είναι όλα κι όλα έξω στο πεζοδρόμιο με τους περαστικούς να σκοντάφτουν πάνω τους.                                                                                                                                                         

Ταράχτηκα. Ανακάθισα νευρικά ρίχνοντας γύρω μου γρήγορες ματιές σαν κάποιος να με παρακολουθούσε. Κοίταξα τις ταμπέλες στην απέναντι μεριά του δρόμου λες και θα μου απαντούσαν. Μέτρησα είκοσι. Χωρίς καλολογικά στοιχεία έδιναν ξερά την πληροφορία σαν τίτλοι αθλητικών εφημερίδων: «ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ NEW XENIA» «Στρώμα Κυψελωτό με λάτεξ» «AL TRAVEL ATENACHISINAU MOLDOVA» «Όχι σκουπίδια εδώ» «Μονώσεις ταρατσών κ.  Μάκης τηλ: 6978241455» «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ»… Η ματιά μου συνέχισε ένα γύρο ως εκεί που έφθανε. Ανοιχτό βιβλίο η Αχαρνών. Κούμπωσα ένα χάπι με δυο γουλιές νερό. Οι αφίσες στην πλαϊνή κολώνα κουνήθηκαν από το ρεύμα αέρα που δημιούργησε ένα λεωφορείο καθώς πέρασε γρήγορα να προλάβει το φανάρι. Σχισμένες με τα κομμάτια τους να κρέμονται σαν τις σκέψεις μου, ανάκατες η μια πάνω στην άλλη, με πρόσωπα που κάτι υπόσχονταν, κάποια χυδαία παραβιασμένα από άγνωστους μαρκαδόρους. Ανάμεσά τους κι αυτός ο προσφιλής ο μοβ σε άλλη μια φράση. «Κόκκινοι και πράσινοι άγγελοι φτεροκοπούν στις όχθες του Αχέροντα. Κ.Τ.»                                                                               

 Κοίταξα πάλι τον τοίχο δίπλα μου και σύγκρινα τον γραφικό χαρακτήρα. Ήταν ο ίδιος και είχε σαφή αναφορά στο θάνατο. Πλήρωσα βιαστικά τους καφέδες  πριν τελειώσω το δεύτερο και ξεκίνησα διερευνητικά να κοιτάζω τους τοίχους. Περπάταγα πότε γρήγορα πότε αργά, κοντοστεκόμουν διαβάζοντας ότι κι αν είχαν πάνω τους. Διασταυρώθηκε το βλέμμα μου με κάποιου μαγαζάτορα που στεκόταν στη πόρτα  περιμένοντας πελάτες για τα κακόγουστα έπιπλα του μαγαζιού του, αυτά τα κίτρινα που βλέπουμε σε φθηνά ξενοδοχεία νησιών. Με παρατηρούσε. Κούνησε το κεφάλι του με λύπηση και στραβώνοντας το στόμα μου λέει «Δύσκολα τα πράγματα φίλε μου. Πως μας κατάντησαν!» Αμέσως μετά συμπλήρωσε «ψάχνετε κάτι;» δεν απάντησα κι αυτός συνέχισε φωναχτά στον περιπτερά που μόλις είχε παραλάβει μια στοίβα περιοδικά και τα τακτοποιούσε στα μανταλάκια, «Α ρε Παντελή λάλησε ο κόσμος κι εσύ μου λες ευρώ κι ανάκαμψη. Νέοι άνθρωποι να γυρνούν σαν τα φαντάσματα μέρα μεσημέρι. Αχ!»                                                                                                 

 Στο Αχ του τύπου σκάλωσε το βλέμμα μου στο Αχ του Αχέροντα με την γνωστή ουρίτσα του «χ». Έκπληκτος διάβασα στον τοίχο «Ο γκρίζος Αχέροντας κυλάει μπροστά μου κι εσύ ακόμη να φανείς Κ.Τ.» Μοβ μαρκαδόρος. Μου ήρθε λιποθυμιά. Γύρισα απότομα να συλλάβω με τη ματιά μου αυτόν που το έγραψε, με μιαν αίσθηση ότι μόλις τώρα είχε γίνει κι ήταν κάπου εκεί γύρω. Έμεινα να κοιτώ κτήρια και περαστικούς, λες και θα την αναγνώριζα.                                                                                                                              

 Είδα τον τύπο του μαγαζιού να πλησιάζει για να δει τι ήταν αυτό στον τοίχο που με τάραξε. Διάβασε φωναχτά τη φράση κι ύστερα «δε βαριέσαι ρε παλικάρι, η ζωή είναι μπροστά. Τι Αχέροντας τι Αχαρνών.» Τα «Αχ» άστραψαν στο μυαλό μου μόλις άκουσα Αχέροντα – Αχαρνών κι έβλεπα ένα τρυφερό γυναικείο χέρι να χαράσσει με μοβ κινήσεις τις ουρίτσες στα χ.

Κ.Τ. Κατερίνα, Κάτια, Κέλυ, Κωνσταντίνα, Κική, Κλειώ. Διάλεξα το Κάτια. Όλο το βράδυ τη σκεφτόμουν. Την Κάτια. Απογοητευμένη, χλωμή, καθισμένη σ’ ένα ξέστρωτο κρεβάτι με το κεφάλι στηριγμένο στα χέρια της, με νύχια μικρά φαγωμένα ίσα με τη ρίζα τους. Φανταζόμουν το περπάτημά της, το ύψος της, το χρώμα των μαλλιών της. Σφηνώθηκε στο μυαλό μου σαν αγαπημένη που με απέρριψε κι ήθελα να τη βρω να της ζητήσω εξηγήσεις. Αν και έχω πατήσει τα σαράντα το κορίτσι της φαντασίας μου, γύρω στα εικοσιπέντε το υπολόγιζα, με είχε αναστατώσει τόσο πολύ, που αποφάσισα να ακυρώσω όλα τα αυριανά μαθήματα και…                                                

 Επτά και μισή το πρωί ήμουν ήδη έξω από το καφενείο Αχαρνών και Αγίου Μελετίου, φρεσκοξυρισμένος. Άρχισα να ψάχνω πάλι τους τοίχους. Την προσοχή μου τράβηξε μια ροζ φράση πάνω σε μια κολώνα. «Βαρέθηκα να σε περιμένω. Είναι πολλές οι ανάσες μου ακόμα; Κ.Τ.» Έμεινα εμβρόντητος να κοιτάζω την κολώνα, σαν ανοιακός γέρος που έχασε το δρόμο του. Ροζ μαρκαδόρος; Πλησίασα. Όχι ο μοβ ήταν μόνο που είχε ξεθωριάσει, ίσως το παλιότερο σημείωμα από όσα είχα δει.  Έβγαλα τη φωτογραφική μου μηχανή και το φωτογράφισα. Από το περίπτερο του «Παντελή» αγόρασα ένα μπλοκάκι κι ένα στυλό. Στη πρώτη σελίδα έγραψα Κάτια στη δεύτερη ημερομηνία, «Αχαρνών και Αγίου Μελετίου κολώνα της ΔΕΗ», μοβ ξεθωριασμένο, «Βαρέθηκα να σε περιμένω. Είναι πολλές οι ανάσες μου ακόμα; Κ.Τ.» στις επόμενες σελίδες συμπλήρωσα όλα τα στοιχεία των χθεσινών ανακαλύψεων με κάθε λεπτομέρεια. Πήγα ξανά τα φωτογράφισα, σημείωσα ακριβή τοποθεσία κι ύστερα έκανα μια εκτίμηση για τη σειρά που γράφτηκαν ενώ έπινα τον καφέ μου σ’ ένα καφενείο πιο κάτω.

 Η μέρα μου συνεχίστηκε έτσι σ’ ένα κυνήγι φράσεων από αυτό το άγνωστο χέρι που τρυφερά ήθελα να το πάρω στο δικό μου όσο τίποτε άλλο. Να σταματήσω τη συνομιλία της με το θάνατο και να αρχίσω μαζί της ένα ταξίδι στην Αχαρνών σα να ήταν ένας ήρεμος πλωτός ποταμός με τις ακακίες στις όχθες του να μας στέλνουν αρώματα την Άνοιξη, να μας ραίνουν με χρυσάφια το Φθινόπωρο. Μόνος ήμουν στη ζωή κι όταν προδόθηκα κι εγώ… «Έχουμε κοινά Κάτια», μουρμούρισα κι έδωσα αφορμή σ’ έναν περαστικό να με οικτίρει κουνώντας το κεφάλι του. 

Κι εκείνη και την άλλη μέρα πήγαινα πάνω κάτω την Αχαρνών κι έψαχνα. «δεκατρείς ανάσες και με καλεί να πάω κοντά του Κ.Τ.»  καινούργιο, σχεδόν ολόφρεσκο. Το άγγιξα με το δάχτυλό μου να βεβαιωθώ για το νωπό χρώμα. Όχι δεν άφησε ίχνος. Γύρισα να περάσω απέναντι με μια βαθειά εκπνοή κι άναψε πράσινο. Στη μέση του δρόμου κοντοστάθηκα και κοίταξα το πράσινο ανθρωπάκι που με καλούσε να βιαστώ. Έκανα μεταβολή απότομα και ξαναγύρισα στο πεζοδρόμιο που ήμουν, περιμένοντας να ανάψει το κόκκινο για τους πεζούς. Άναψε. Ανάσανα μία, δύο, τρεις… δώδεκα, δεκατρείς κι άναψε το πράσινο. Έμεινα να το κοιτάζω. Πήγα στην επόμενη διάβαση κι έκανα το ίδιο μετρώντας τις ανάσες μου. Επτά ανάσες αυτό, εννέα το παρακάτω. Γύρισα στο πρώτο. Σιγά – σιγά σχεδίασα τη διαδρομή της.                                       

Μου έγινε συνήθεια αυτός ο περίπατος αναζήτησης πριν και μετά τη δουλειά στο φροντιστήριο Αγγλικών που εργαζόμουν. Κι όταν είχα κενό ανάμεσα σε δυο μαθήματα, πάλι εκεί πήγαινα κι έβλεπα τα μοβ σημειώματα που εκτείνονταν από το ύψος της Ιουλιανού ως την Αγίου Μελετίου, στο βορινό πεζοδρόμιο. Δώδεκα τον αριθμό. Φωτογραφημένα και καταγεγραμμένα όλα στο μπλοκάκι μου. Το βράδυ πέρναγα τις φωτογραφίες μέσα στον υπολογιστή και τις έβλεπα μία-μία ώσπου να με πάρει ο ύπνος, να δω την Κάτια σε όνειρο με τον μοβ μαρκαδόρο της να γράφει στους τοίχους του σπιτιού μου.

 Ένα απόγευμα, Σεπτέμβρης πια, βοηθούσα στη γραμματεία του φροντιστηρίου στις εγγραφές των νέων μαθητών. Ο μικρός απέναντί μου έπαιζε μ’ έναν χοντρό μαρκαδόρο, τον πετούσε ψηλά και τον ξανάπιανε, του έπεφτε κάτω τον σήκωνε, τον δάγκωνε. Η μητέρα του ήρθε κοντά να δώσει τα στοιχεία για την καρτέλα του. «Δημήτρης Τεγόπουλος επάγγελμα άτακτος» είπε χαμογελώντας για να διασκεδάσει τις αταξίες του μικρού με τον μαρκαδόρο. «Όνομα κηδεμόνα του ζωηρού;» ρώτησα κι εγώ με χαμόγελο. «Κάτια Τεγοπούλου, μητέρα». Με έλουσε κρύος ιδρώτας. «Κάτια Τεγοπούλου» επανέλαβε αφού είδε ότι στο «Κατ…» το χέρι μου σταμάτησε να γράφει κι άρχισε ένα σιγανό τρέμουλο. «Ναι, ναι… Συγνώμη…» ψέλλισα κι έκανα ότι έψαχνα κάτι στα συρτάρια του γραφείου. «Πάντα χάνω τα πράγματά μου» είπα ταραγμένος, «κάπου εδώ πρέπει να έχω έναν μοβ μαρκαδόρο για να συμπληρώσω πρώτα την ηλικία του παιδιού». «Να σας δώσω από τους δικούς μου» είπε εκείνη κι άνοιξε την τσάντα της, έβγαλε μια μαύρη κασετίνα γεμάτη μολύβια και μαρκαδόρους, τους σκάλισε λίγο έπιασε έναν μοβ και τον άφησε μπροστά μου.

Έτσι γνώρισα την Κάτια. Γραφίστρια, τριάντα ετών, ανύπανδρη μητέρα του εννιάχρονου Δημήτρη. Χωρίς φαγωμένα νύχια, μήτε απελπισμένη. Είμαστε πέντε μήνες ζευγάρι, μετά από την τρίμηνη πολιορκία μου. Σταμάτησα να ψάχνω για μοβ σημειώματα, σταμάτησα να παίρνω χάπια για να κοιμάμαι τα βράδια και το μπλοκάκι το έκρυψα βαθιά σ’ ένα συρτάρι. Δεν της είχα πει ακόμη για τις εμμονές μου με τις φράσεις που διάβαζα στα πεζοδρόμια της Αχαρνών κι ούτε τη ρώτησα γιατί τις έγραφε.

Σάββατο πρωί και με τον ανοιξιάτικο ήλιο να με τυφλώνει ανέβαινα τη Σταδίου ψάχνοντας ένα δώρο για κείνη. Γυάλισε η προθήκη κάποιου βιβλιοπωλείου και στάθηκα να δω τα βιβλία. Σα φάντασμα η λέξη Αχέροντας γραμμένη ανάποδα, διάφανη, παρεμβλήθηκε ανάμεσα σε μένα και τα βιβλία. Μπερδεμένος εστίασα σκέψη και βλέμμα σ’ αυτή τη σκιά. Ήταν το είδωλο μιας αφίσας πίσω μου, πάνω στο τζάμι, κλέβοντας την ηρεμία του πρωινού μου περίπατου. Μπήκα μέσα σαν τρελός και ζήτησα από τον υπάλληλο ανυπόμονα το βιβλίο της αφίσας.                                                                                                                

«Τρεις ανάσες και περνάω τον Αχέροντα». Ποιητική Συλλογή του Κοσμά Τάσσιου. Αυτά διάβασα στην αφίσα, αυτά διάβασα και στο βιβλίο που κρατούσα σαστισμένος στα χέρια μου. Ένοιωσα τα αυτιά μου να παίρνουν φωτιά. Κοίταξα το οπισθόφυλλο του βιβλίου και είδα τη φωτογραφία του. Ένας ξερακιανός εξηντάρης με λίγα μαλλιά, χοντρά γυαλιά κι ανήσυχο βλέμμα. Μου φάνηκε γνωστός. Ίσως και να είχαμε διασταυρωθεί σ’ εκείνα τα πεζοδρόμια. «Είναι το τελευταίο του» είπε ο νεαρός υπάλληλος δίπλα μου «εκδόθηκε πρόσφατα, λίγο πριν πεθάνει. Τώρα πια βλέπουμε πόσο καλά ήξερε ο Κοσμάς ο Τάσσιος ότι έφθανε το τέλος». Κι ύστερα συνέχισε χαμηλόφωνα «Αρκετοί μιλούν για αυτοκτονία. Τα δυο τελευταία χρόνια λένε ότι είχε διαταραχθεί. Τον είχαν δει στο δρόμο να γράφει στους τοίχους.»

   Σαστισμένος άνοιξα τυχαία μια σελίδα.

                                                    «…κόκκινα και πράσινα φανάρια

                                                    αναβοσβήνουν

                                                    ίσα με την Πλατεία Βάθη,

                                                   μετρώντας τις ανάσες μας

                                                    κόκκινοι και πράσινοι άγγελοι

                                                    φτεροκοπούν

                                                    στις όχθες του Αχέροντα»

τιτλοσ

χχχχ